дюралевый - ορισμός. Τι είναι το дюралевый
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι дюралевый - ορισμός


дюралевый      
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: дюраль, связанный с ним.
2) Свойственный дюрали, характерный для нее.
3) Сделанный из дюрали.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για дюралевый
1. А потом в руке оказался изящный дюралевый клинок.
2. Дюралевый гигант оказался не столь вместительным, как это представлялось на первый взгляд.
3. Огромный, с толстенными стенками дюралевый бак, который жители уже наполовину использовали на изготовление лопат...
4. После того как на полигоне все закончилось, довелось, подойдя к мишеням, увидеть тот дюралевый лист.
5. Люблю его фамилию - мне чудится в ней дюралевый запах рыбьей чешуи и буйство красок французских импрессионистов: Сазонов - сазан - Сезанн.
Τι είναι дюралевый - ορισμός